- πειθήνιος
- -α, -ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, -ον, ΝΜΑ(για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.)νεοελλ.τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός («είναι πειθήνιο όργανο τού αρχηγού του»)αρχ.1. πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθήνιος ψυχή», Ιεροκλ.β. «πειθήνιον στράτευμα», Ονήσ.)2. αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», Ιώσ.β. «πειθήνιος λόγος», Βεττ. Βάλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πειθήνιονη ευπείθεια, η υπακοή.επίρρ...πειθηνίως ΝΑ1. ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουοαρχ.(στη χειρουργική) με προσοχή, με τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + -ήνιος (ἡνία), πρβλ. φιλ-ήνιος].
Dictionary of Greek. 2013.